- σχολιογράφος
- ὁ, ΝΜΑαυτός που γράφει σχόλια, σχολιαστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχολιογράφος — writer of scholia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογράφοι — σχολιογράφος writer of scholia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογράφοις — σχολιογράφος writer of scholia masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογράφον — σχολιογράφος writer of scholia masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογράφους — σχολιογράφος writer of scholia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογράφων — σχολιογράφος writer of scholia masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιογραφώ — έω, ΜΑ [σχολιογράφος] γράφω σχόλια, είμαι σχολιογράφος … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek